ΙΣΤΟΡΙΚΟ
ζαχαροπλαστεία Κάλυμνος, βούρος
6438
page-template,page-template-full_width,page-template-full_width-php,page,page-id-6438,theme-elision,cookies-not-set,elision-core-1.1,woocommerce-no-js,ajax_updown,page_not_loaded,qode-theme-ver-4.6,wpb-js-composer js-comp-ver-8.0.1,vc_responsive
Title Image

ΙΣΤΟΡΙΚΟ

Ζαχαροπλαστεία Βούρος. Από το 1918”.

Μια επιγραφή, μια επιχείρηση, ένας αιώνας ιστορία, τέσσερις γενεές ανθρώπων που διαδέχεται αδιάκοπα η μια την άλλη. Τα σημάδια της στο πέρασμα του χρόνου ανεξίτηλα, για να αφηγούνται την ιστορία της οι μεγαλύτεροι στους νεότερους, ώστε το παρελθόν να συνεχίσει να δείχνει το δρόμο.

Μαθαίνοντας την τέχνη δίπλα στους Μικρασιάτες της Οδησσού

Πολυκύμαντη και περιπετειώδης η πορεία του ιδρυτή και των απογόνων του που πήραν στη συνέχεια τη σκυτάλη της επιχείρησης στο νησί. Πιάνουμε τον μίτο της Αριάδνης στα μέσα του 19ου αιώνα όταν η πειρατεία στα νησιά έφερε από την Σάμο στην Κάλυμνο τον Νομικό Βούρο ο οποίος για να ζήσει την οικογένειά του μπαρκάρει σ’ ένα σπογγαλιευτικό ως απλό πλήρωμα. Του καπετάνιου του πεθαίνουν σ΄εκείνο το ταξίδι 18 δύτες (είχε ανακαλυφθεί το σκάφανδρο και θέριζε ζωές). Τότε παίρνει την απόφαση να βουτήξει και ο Νομικός, για να βοηθήσει τον απελπισμένο κυβερνήτη και πνίγεται.

Τα τέσσερα ορφανά παιδιά του, ηλικίας 7 έως 11 χρόνων, φεύγουν αμέσως μετά για τη Ρωσία και συγκεκριμένα την Οδησσό, υπό την προστασία της οικογένειας Κυράνη που δραστηριοποιούνταν επαγγελματικά στην μακρινή χώρα. Ο Μιχάλης Βούρος 10 χρονών παιδάκι δουλεύει αρχικά στη βιοτεχνία με παντόφλες του Κυράνη και τρία χρόνια μετά πιάνει δουλειά σε ένα ζαχαροπλαστείο. Οι Μικρασιάτες, Κωνσταντινοπολίτες και Σμυρνιοί ζαχαροπλάστες, έκαναν τότε στην Οδησσό χρυσές δουλειές και δίπλα τους μαθήτευσε το μικρό Καλυμνάκι. Εκεί έμαθε να φτιάχνει το λουκούμι, τα γλυκά του ταψιού, το κοπεγχάγη, τις βάφλες και σε λίγο καιρό ανοίγει το δικό του μικρό εργαστήρι.

Γλυκαίνοντας καθημερινά κόσμο και κοσμάκη

Ήταν το 1918 όταν παίρνει την απόφαση να επιστρέψει στα πάτρια εδάφη. Το πρώτο ζαχαροπλαστείο στην Κάλυμνο είναι γεγονός. Ανοίγει στις Πατήθριες και γλυκαίνει καθημερινά κόσμο και κοσμάκι. Με τα γλυκά του (γαλακτομπούρεκο, κοπεγχάγη, ραβανί, μπακλαβά) εθίζει τους καλύμνικους ουρανίσκους σε εκλεπτισμένες γεύσεις.  Όλα τα καφενεία του νησιού προμηθεύονται από το μαγαζί του το λουκούμι και τον κουραμπιέ που σερβίρουν στους πελάτες τους με τον καφέ τους. Οι γωνίες που έμεναν από τον τεμαχισμό του λουκουμιού ώστε να είναι όλα τα κομμάτια ομοιόμορφα μοιράζονταν σε μικρούς και μεγάλους που καθημερινά περνούσαν έξω από το ζαχαροπλαστείο, περιμένοντας τον μαστρο-Μιχάλη να τους δει και να τους φωνάξει για το γνωστό κέρασμα. Δύσκολα και φτωχά χρόνια και το χέρι που προσφέρει δεν ξεχνιέται. Ακόμη τον θυμούνται οι παλαιότεροι και συγχωρνάνε τα πεθαμένα του.

Από τις Πατήθριες στην πλατεία

Ο γιός του Νομικός (Μικές) στέκεται δίπλα του, μαθαίνει τη δουλειά και ο πατέρας περιμένει να έρθει η ώρα που θα παραδώσει τη σκυτάλη. Ιταλοκρατία τότε στην Κάλυμνο, ο γιος αρνείται να δηλώσει υπακοή στους κατακτητές και φεύγει για να καταταγεί στο Σύνταγμα Δωδεκανήσιων Εθελοντών. Αφού νοσηλεύεται τραυματισμένος, στην πορεία συλλαμβάνεται από παρεξήγηση ως ύποπτος ενός σαμπτάζ, βασανίζεται και σώζεται από το εκτελεστικό απόσπασμα. Επιστρέφει στο νησί και αναλαμβάνει δράση στο ζαχαροπλαστείο του πατέρα του. Μετά από 46 χρόνια γίνεται αλλαγή επαγγελματικής στέγης και το ζαχαροπλαστείο λειτουργεί πλέον στην πλατεία με τις καφετέριες, αρχικά στο σημερινό καφεκοπτείο του «Νίνη» και στη συνέχεια στο οίκημα που στεγάζει την καφετέρια “εντελβάις”. Κοντά του τα δυο του αγόρια ο Μιχάλης και ο Παναγιώτης, αλλά και τα δυο κορίτσια η Κατερίνα και η Ελένη που απασχολούνται στις πωλήσεις προκαλώντας ποικίλα σχόλια την εποχή εκείνη (δεκαετία του ’60), αφού ήταν οι πρώτες εργαζόμενες γυναίκες στην Κάλυμνο.

Ο Μιχάλης είναι ο νέος μάστορας στην επιχείρηση, δεδομένου ότι ακολουθούσε κατά πόδας τον παππού και “έκλεβε” τα μυστικά της τέχνης του, αλλά και της επικοινωνίας του με τους πελάτες. Θυμάται ακόμη που μικρό παιδάκι 11 χρόνων, καθόταν έξω από το μαγαζί στις Πατήθριες και μόλις έβλεπε από μακριά τον πελάτη να έρχεται, έτρεχε να του ετοιμάσει την παραγγελία αφήνοντάς τον άναυδο με την εξυπνάδα και την σβελτάδα του. Τον καιρό εκείνο οι πελάτες ήταν σταθεροί και καθημερινοί και δη οι ιδιοκτήτες των καφενείων. Ο πιτσιρικάς Μιχάλης ήξερε το λουκούμι που επέλεγε ο καθένας για τους πελάτες του (τριανταφυλλο, μαστίχα, περγαμόντο) αλλά και το μέγεθος του γλυκίσματος (30άρι, 24άρι).

Ο Μιχάλης στην παρασκευή και ο Παναγιώτης στην πώληση.

Αγώνας για επιβίωση και καθιέρωση

Πέντε χρόνια δουλεύει η οικογένεια (στο μεταξύ είχε πάει Αμερική και ο Παναγιώτης) σε εστιατόριο που σερβίρει και γλυκά, σε ελληνική παροικία της Βοστώνης, για να ανοίξει αμέσως μετά τέσσερα δικά της ζαχαροπλαστεία σε κεντρικά σημεία της πόλης, τα επονομαζόμενα Vouros Pastry  αποκτώντας κι εκεί φανατικούς πελάτες. Ένα από αυτά λειτουργεί απέναντι από το πανεπιστήμιο του Cambridge και γίνεται φοιτητικό στέκι. Με συμφωνία μάλιστα που κάνει η οικογένεια με έναν από τους φοιτητές που είχε ταλέντο στη ζωγραφική (δωρεάν γλυκό και καφέ κάθε μέρα για ένα μήνα) το μαγαζί αποκτά στην πρόσοψή του την όμορφη Κάλυμνο!

Η αναγνώριση δεν άργησε κι εκεί να έρθει με τον τοπικό Τύπο να αναφέρεται με εγκωμιαστικά σχόλια στην ελληνική οικογένεια Βούρου και στην απαράμιλλη τεχνική της στη ζαχαροπλαστική!

Αν και οι επαγγελματικές προοπτικές για την οικογένεια διαγράφονταν λαμπρές στην Αμερική, είχαν όλοι τους αφήσει την ψυχή τους στην μικρή πατρίδα. Και μετά από απουσία δεκατεσσάρων χρόνων από την Κάλυμνο επιστρέφουν (1986) και αρχίζουν να ασχολούνται με αυτό που ήξεραν να κάνουν καλά: τη ζαχαροπλαστική.

Ο Μιχάλης Βούρος θυμάται τις πρώτες μέρες που λειτούργησε εκ νέου το ζαχαροπλαστείο στα Βασιλικά και τον κόσμο που έκανε ουρά για να ξαναγευτεί αγαπημένα γλυκά που μόνο η οικογένειά του ήξερε να παρασκευάζει. Αργότερα ανοίγει υποκατάστημα στον Άγιο Στέφανο και ένα τρίτο στην γειτονική Κώ.

Η είσοδος της τέταρτης γενεάς

Σήμερα στην επιχείρηση κυλά νέο αίμα. Τα παιδιά του Παναγιώτη και του Μιχάλη, οι δυο Μικέδες, έχουν μπει δυναμικά στη δουλειά βάζοντας τη δική τους σφραγίδα στην παρασκευή των γλυκών, αλλά και στον τρόπο διάθεσης και διοχέτευσής τους στην αγορά. Οι δυο νέοι ζαχαροπλάστες εμφανίζονται επιλεκτικοί στη χρησιμοποίηση των πρώτων υλών για την παρασκευή των προϊόντων τους και αυστηροί με κάθε κανόνα υγιεινής,  με τους πελάτες τους να φεύγουν από το ζαχαροπλαστείο τους παίρνοντας μαζί τους μια γλυκιά γεύση παράδοσης και σύγχρονης ζαχαροπλαστικής.

Άλλωστε ο παππούς Νομικός (Μικές) είχε βάλει σκοπό η επιχείρηση να συνεχίσει σε οικογενειακά χέρια και από μικρά παιδάκια έκανε στα εγγόνια του συστηματική… προπαγάνδα. Ο Μικές του Μιχάλη θυμάται πως κι όταν ακόμη βρίσκονταν στην παραλία, ο παππούς σχημάτιζε στην άμμο τούρτες και τον έβαζε μετά να τις διακοσμεί. Τον προετοίμαζε για την διαδοχή!

Και τα δυο ξαδέρφια το κατέχουν το αντικείμενο και το έχουν σπουδάσει.Ο γιος του Μιχάλη στη Σχολή Τουριστικών Επαγγελμάτων Ρόδου κάνοντας στη συνέχεια την πρακτική του στις κουζίνες πεντάστερων ξενοδοχείων της Ρόδου και της Κω. Ο άλλος Μικές, ο μικρότερος, του Παναγιώτη παρακολούθησε το ΙΕΚ Le Monde στην Αθήνα.

Και δεν είναι μόνο αυτά τα δυο παιδιά που απασχολούνται στην επιχείρηση. Λίγο πολύ όλα τα μέλη της οικογένειας έχουν κάνει και εξακολουθούν να κάνουν μεροκάματα στο ζαχαροπλαστείο και στο εργαστήρι, παράλληλα με τις σπουδές τους οι περισσότεροι. Άλλωστε το μέλλον των ζαχαροπλαστείων διαγράφεται ευοίωνο και σε τέτοιες δύσκολες εποχές το να έχεις να στηριχτείς κάπου και δη στην οικογενειακή σου επιχείρηση, αν μη τι άλλο σου παρέχει μια ασφάλεια.